- καθεμέρα
- επίρρ. ежедневно, каждый день
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπεκρουλιάζω — μπεκρούλιασα, μεθώ, μεθοκοπώ: Μπεκρουλιάζει κάθεμέρα στα μπαρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)